κενολόγος

Revision as of 13:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, talking emptily, prating, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1417] leeres Geschwätz vorbringend.

Greek (Liddell-Scott)

κενολόγος: -ον, ὁ κενά, μάταια, ἀνόητα λέγων, φλύαρος, Γλωσσ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dit des choses vaines ou frivoles.
Étymologie: κενός, λέγω³.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ κενολόγος, -ον)
αυτός που μιλά χωρίς νόημα, ματαιολόγος, αερολόγος, μωρολόγος, φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. κουφο-λόγος, λεπτο-λόγος.

Greek Monotonic

κενολόγος: -ον (λέγω), αυτός που φλυαρεί, μιλάει ανόητα.

Middle Liddell

κενο-λόγος, ον λέγω
talking emptily, prating.