διασκεδασμός

From LSJ
Revision as of 14:44, 5 July 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκεδασμός Medium diacritics: διασκεδασμός Low diacritics: διασκεδασμός Capitals: ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΜΟΣ
Transliteration A: diaskedasmós Transliteration B: diaskedasmos Transliteration C: diaskedasmos Beta Code: diaskedasmo/s

English (LSJ)

ὁ, A scattering, Hsch. s.v. φαραά.

German (Pape)

[Seite 602] ὁ, Zerstreuung, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

διασκεδασμός: ὁ, διασκορπισμός, διασπορά, Ἡσύχ. ἐν λ. φαραά· ‒ διασκεδαστής, οῦ, ὁ, ὁ διασκορπίζων, Φίλων 1. 89· ‒ διασκεδαστικός, ή, όν, ἐπιτήδειος εἰς διασκόρπισιν ἢ βοηθῶν εἰς τὴν πέψιν, χωνευτικός, Διοσκ. 3. 94., 5. 133· ‒ διασκεδαστός, ή, όν, διεσκορπισμένος, Κλήμ. Ἀλ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
dispersión Eus.Is.6.12, M.23.684C
eliminación, acción de disipar ὁμονοίας Ephr.Syr.1.11E.

Greek Monolingual

ο (AM διασκεδασμός)
1. διασπορά, διασκορπισμός
νεοελλ.
(οπτ.) «διασκεδασμός του φωτός» — ανάλυση του λευκού φωτός σε ακτινοβολίες άλλων χρωμάτων.