πτεροφόρας
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
ου, ὀ, a name of certain sacred officers in Egypt, so called from the hawk's A wing worn on their heads, nom. pl. -φόραι OGI56.4 (Canopus, iii B.C.), 90.7 (Rosetta, ii B.C.): also -φόροι, Hsch.; cf. sq. III, and πτεραφόρος. II dat. sg. -φόρᾳ χιλιάρχῳ, perhaps name of a military rank, or = πτεροφόρος ΙΙ, Men.Pk.104, cf. Hsch. s.v. πτεροφόροι.
Greek Monolingual
και πτεροφόρης, ὁ, Α
1. αυτός που έχει φτερά και, ιδίως, ο λειτουργός στην αρχαία Αίγυπτο ο οποίος έφερε στο κεφάλι φτερά γερακιού
2. προσωνυμία στρατιωτικού αξιωματούχου ή στρατιωτικού ταχυδρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. πτερόν + -φόρας (< φέρω), πρβλ. πελτο-φόρας].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτεροφόρας -ου [~ πτεροφόρος] een pluim dragend:. πτεροφόρας χιλίαρχος een chiliarch (commandant van duizend soldaten) met een pluim op zijn helm Men. Peric. 294.