ἀταρπιτός
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ἀταρπός, Ion. for ἀτρ- (qq.v.).
German (Pape)
[Seite 384] ἡ, ion. = ἀτραπιτός, Il. 18, 565 Od. 17, 284 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀταρπῐτός: ἀταρπός, Ἰων. ἀντὶ ἀτραπιτός, ἀτραπός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ἡ) :
c. ἀτραπιτός.
English (Autenrieth)
(ἀταρπός): path, Il. 18.565 and Od. 17.234.
Spanish (DGE)
v. ἀτραρπιτός.
Greek Monotonic
ἀταρπῐτός: ἀταρπός, Ιων. αντί ἀτραπιτός, ἀτραπός.
Frisk Etymological English
ἀταρπός See also: ἀτραπός, ἀτραπιτός.
Frisk Etymology German
ἀταρπιτός: ἀταρπός
{atarpitós}
See also: s. ἀτραπός, ἀτραπιτός.
Page 1,176