φακιόλιον

From LSJ
Revision as of 19:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰκιόλιον Medium diacritics: φακιόλιον Low diacritics: φακιόλιον Capitals: ΦΑΚΙΟΛΙΟΝ
Transliteration A: phakiólion Transliteration B: phakiolion Transliteration C: fakiolion Beta Code: fakio/lion

English (LSJ)

τό, = φακιάλιον (faciale, face-cloth, turban, towel), Sch.Ar.Pl.729; written φακιώλιον Stud.Pal.20.245.23 (vi A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

φακιόλιον: τό, = τῷ Λατ. fasciola, κοινῶς «φακιόλι», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 729, Βυζ.

Greek Monolingual

το / φακιόλιον, ΝΜΑ, και φακεόλιον και φακεώλιον και φακιώλιον και φακιάλιον και φακιάριον και πακιάλιον Α
είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. μαντίλα, τσεμπέρι, τουλπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faciale «μαντίλι» < λατ. facies «όψη, πρόσωπο»].