ὑπερέκτισις
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
εως, ἡ, payment for any one, Hsch., Gloss. (nisi leg. ὑπερέκτεισις).
German (Pape)
[Seite 1194] εως, ἡ, Bezahlung für Einen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερέκτῐσις: -εως, ἡ, «ὑπερέκτισις· ὑπεραπότισις» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, Α ὑπερεκτίνω
(κατά τον Ησύχ.) πληρωμή για χάρη άλλου.