εφάλλομαι

From LSJ
Revision as of 09:35, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is

Source

Greek Monolingual

ἐφάλλομαι (ΑΜ)
μσν.
(για τον Λάζαρο που εγέρθηκε από τον τάφο) σηκώνομαι με ορμή, τινάζομαι πάνω
αρχ.
1. πηδώ επάνω σε κάποιον, εφορμώ, επιτίθεμαι («Ἀστεροπαίῳ ἐπᾱλτο», Ομ. Ιλ.)
2. (με δοτ. οργαν.) προσβάλλω, πλήττω κάποιον με κάτιἐπάλμενος ὀξέϊ δουρί», Ομ. Ιλ.)
3. (χωρίς εχθρική σημασία) πηδώ πάνω σε κάτι, αναπηδώ («ἵππων ἐπιάλμενος» — καθώς πηδούσε πάνω στο άρμα, Ομ. Ιλ.)
4. (για φήμη) διαδίδομαι γρήγορα («ἐς Αἰθίοπας ἐπᾱλτο», Πίνδ.)
5. φρ. «εφάλλομαι επί τι» — ορμώ προς το μέρος κάποιου, ορμώ επάνω («ἤ τὸν Ὀδυσσέα ὅταν ἐπὶ τὸν οὐδὸν ἐφαλλόμενον ᾄδῃς», Πλάτ.)
6. (για το πνεύμα της προφητείας) έρχομαι προς κάποιον, επιφοιτώ («καὶ ἐφαλεῖται ἐπὶ σὲ πνεῦμα Κυρίου» — και θα γίνει σε σένα επιφοίτηση πνεύματος, ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅλλομαι «πηδώ»].