κεφαλαίωμα

From LSJ
Revision as of 20:00, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφαλαίωμα Medium diacritics: κεφαλαίωμα Low diacritics: κεφαλαίωμα Capitals: ΚΕΦΑΛΑΙΩΜΑ
Transliteration A: kephalaíōma Transliteration B: kephalaiōma Transliteration C: kefalaioma Beta Code: kefalai/wma

English (LSJ)

ατος, τό, A sum total, Hdt. 3.159. II collective expression, τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῦ τοῖς πολλοῖς Procl.in Prm.p.564 S.

German (Pape)

[Seite 1427] τό, das Hauptergebniß, die Hauptsumme, Her. 3, 159.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλαίωμα: τό, τὸ ὅλον, τὸ σύνολον, τὸ κεφάλαιον, ἄθροισμα, Ἡρόδ. 3. 159.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
somme, total, propr. récapitulation.
Étymologie: κεφαλαιόω.

Greek Monolingual

κεφαλαίωμα, τὸ (Α) κεφαλαιώ
1. σύνολο, άθροισμαπέντε μυριάδων τὸ κεφαλαίωμα τῶν γυναικῶν συνῆλθε», Ηρόδ.)
2. συλλογική έκφραση, συλλογικός λόγος («τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῦ τοῖς πολλοῑς», Πρόκλ.).

Greek Monotonic

κεφᾰλαίωμα: -ατος, τό (κεφ-λαιόω), συνολικό άθροισμα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλαίωμα: ατος τό общая сумма (πέντε μυριάδων τὸ κ. συνῆλθε Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεφαλαίωμα -ατος, τό [κεφαλαιόω] som, totaal.

Middle Liddell

κεφᾰλαίωμα, ατος, τό, κεφαλαιόω
the sum total, Hdt.