ὀνοστύππαξ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ακος, ὁ, donkey-ropeseller (cf. στύππαξ), Com.Adesp. 94.
German (Pape)
[Seite 350] ακος, ὁ, Hesych., ein Schimpfwort. S. στύππαξ.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοστύππαξ: ὁ, λέξις ὀνειδιστική, ὁ πωλῶν ὄνων σχοινία, (πρβλ. στύππαξ), Κωμ. Ἀνώνυμ. 165· ἴδε Meineke· ― ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνοστύππαξ· διὰ μὲν τοῦ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων· διὰ δὲ τοῦ στύππακος, ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν». ― ὁ Σουΐδ. διαιρεῖ τὴν λέξιν : «ὄνος στύππαξ. τὸ στύππαξ, ὅτι στυππειοπώλης».
Greek Monolingual
ὀνοστύππαξ, -ακος, ὁ (Α)
(με επιτιμητική σημ.)
1. ο πωλητής σχοινιών για γαϊδάρους
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνοστύππαξ
διὰ μὲν τοῦ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων
διὰ δὲ τοῦ στύππακος ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν», δηλ. μυλωνάς και στυππ(ε)ιοπώλης, πωλητής στουπιών
3. (κατά το λεξ. Σούδα, που διαιρεί τη λέξη) «ὄνος στύππαξ
τὸ στύππαξ ὅτι στυππειοπώλης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + στύππαξ «πωλητής σχοινιών»].