παρορμώ

From LSJ
Revision as of 12:25, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek Monolingual

(I)
παρορμῶ, -άω, ΝΜΑ ορμώ
παρακινώ, προτρέπω, παροξύνω (α. «τον παρορμά να ασχοληθεί με την πολιτική» β. «λόγοι παρορμῶντες εἰς τὸ ἀγαθόν», Ξεν. γ. «παρορμᾱν εἰς ἀκολασίαν», Πλούτ.)
αρχ.
1. έχω πρόθυμη διάθεση, είμαι πρόθυμος
2. παθ. παρορμῶμαι
είμαι πρόθυμος, έχω την τάση ή τη διάθεση να κάνω κάτι («οἱ... ἡγεμόνες... παρωρμήθησαν ἐπὶ τὴν στρατείαν», Πολ.).
(II)
-έω, Α
(για πλοίο) είμαι αγκυροβολημένος δίπλα σε άλλο (α. «τῶν παρορμούντων πλοίων τὰ μὲν συνέτριψε...», Διόδ. Σικ.
β. «ἔτυχον ἐν Ῥόδῳ πειρατὰς παρορμοῦντας αὐτοῖς», Ξεν. Εφέσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὁρμῶ (< ὅρμος), πρβλ. προσ-ορμώ].