ευδοκώ

From LSJ
Revision as of 06:43, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν")

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐδοκῶ, -έω)
αποδέχομαι, συγκατατίθεμαι, αποφασίζω να κάνω κάτι («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῦν αι ὑμῖν τὴν βασιλείαν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. ειρων. συγκατατίθεμαι να κάνω κάτι ύστερα από πολλή δυσκολία («ο ταμίας ευδόκησε να μού δώσει τον μισθό μου»)
2. φρ. «θεού θέλοντος και καιρού ευδοκούντος» — αν η κατάσταση του καιρού το επιτρέπει
μσν.-αρχ.
1. περιβάλλω κάποιον με την ευμένειά μου, με την αγάπη μου, ευνοώ («οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς ἐν ᾧ ηὐδόκησα», ΚΔ)
2. δίνω συγκατάθεση, συμφωνῶ, συγκατανεύω («εὐδόκησε κοινωνὸν αὐτὸν προσλαβέσθαι τῶν πράξεων», Πολ.)
αρχ.
1. είμαι ευχαριστημένος με κάποιον, βρίσκω ευχαρίστηση σε κάποιον ή σε κάτι («οὐδεὶς τοῖς παρὰ φύσιν ἐγχρονίζων εὐδοκεῑ», Πολ.)
2. επιδοκιμάζω («εὐδοκῶ ἐπὶ πᾱσι τοῖς προκειμένοις»)
3. είμαι πρόθυμος, προθυμοποιούμαι
4. είμαι ευπρόσδεκτος, γίνομαι αποδεκτός («τοῑς δὲ Θηβαίοις οὐχ ὅλως εὐδόκει τὸ γεγονός», Πολ.)
5. θεωρώ κάποιον άξιο για κάτι
6. μέσ. εὐδοκοῦμαι
είμαι ευχαριστημένος
7. παθ. α) ευνοούμαι, ευτυχώ, ευημερώ
β) επιδοκιμάζομαι, γίνομαι αποδεκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δοκώ.