χερσαίος

From LSJ
Revision as of 13:20, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / χερσαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. -ος Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον θαλάσσιο και τον εναέριο ή τον ιπτάμενο (α. «χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις» β. «τὰ χερσαῑα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. «χερσαίο κλίμα»
(μετεωρ.) το ηπειρωτικό κλίμα
αρχ.
1. αυτός που ζει ή βρίσκεται στη στεριά, σε αντιδιαστολή προς τον λιμναίο και ποταμήσιο (α. «ἔτρεφον ὄρνιθας χερσαίους καὶ λιμναίους», Ηρόδ.
β. «ποτάμιον... ὑπάρχον καὶ χερσαῖον», Διόδ.)
2. (για πρόσ.) α) αυτός που ταξιδεύει διά ξηράς, οδοιπόρος
β) αυτός που ζει και εργάζεται στη στεριά, σε αντιδιαστολή προς τον ναύτη, στεριανός
3. (για πόλη) μεσόγειος, αυτός που βρίσκεται στην ενδοχώρα («ἐπιθαλαττίδιος ἔσται... ἤ χερσαία», Πλάτ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ χερσαία- (ενν. θήρα) το κυνήγι, σε αντιδιαστολή προς το ψάρεμα
5. το θηλ. ως ουσ. ἡ χερσαῖος
η χερσόνησος
6. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) χερσαῑα
διά ξηράς
7. φρ. «ὁδὸς χερσαία» — ταξίδι διά ξηράς, οδοιπορία, σε αντιδιαστολή προς το ταξίδι διά θαλάσσης (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + κατάλ. -αῖος].