επιστολιμαίος

From LSJ
Revision as of 13:59, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπιστολιμαῖος, -α, -ον)
αυτός που έχει γραφεί σε μορφή ή με διατύπωση επιστολής («επιστολιμαία διατριβή»)
αρχ.
φρ. «δυνάμεις ἐπιστολιμαῖαι» — στρατιωτικές δυνάμεις που έχει αποφασισθεί με ψηφοφορία να σταλούν και η απόφαση έχει γνωστοποιηθεί με επίσημη επιστολή στους ενδιαφερομένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + -μαίος (πρβλ. κλοπιμαίος, υποβολιμαίος.