τμητοσίδηρος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
[ῐ], ον, A cut down with iron, ὕλη AP14.19.
German (Pape)
[Seite 1123] mit Eisen geschnitten, abgehauen, ὕλη, Aenigm. 27 (XIV, 19).
Greek (Liddell-Scott)
τμητοσίδηρος: [ῑ] -ον, ὁ σιδήρῳ τμηθείς, σιδηρότμητος, εἶδον ἐγώ ποτε θῆρα δι’ ὕλης τμητοσιδήρου... τρέχοντα Ἀνθ. Π. 14. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
coupé par le fer.
Étymologie: τμητός, σίδηρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
κομμένος με σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμητός + σίδηρος.
Greek Monotonic
τμητοσίδηρος: [ῐ], -ον, κομμένος με σίδηρο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τμητοσίδηρος: срубленный железом (ὕλη Anth.).