ὥτε

From LSJ
Revision as of 12:30, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὥτε Medium diacritics: ὥτε Low diacritics: ώτε Capitals: ΩΤΕ
Transliteration A: hṓte Transliteration B: hōte Transliteration C: ote Beta Code: w(/te

English (LSJ)

Dor. for A ὥστε A.1, Pi.N.6.28, 7.62, I.4(3).18(36), O.10(11).86, P.10.54, Alcm.23.41, B.16.105, Corinn.Supp.2.65, Lyr.Adesp.ap. A.D.Pron.48.28. (For the accent, cf. Wackernagel Beitr.z.Lehre vom Gr.Akzent p.20; ὧτε· σὺν τῷ ῑ, ἀντὶ τοῦ ὡσειτε, Choerob. in An.Ox.2.281; this spelling (ᾥτε, ὥιτε) is found in Alcm. and cod. A of A. D. l. c., Corinn. l. c.)

English (Slater)

ὥτε (Schr.: ὧτε Boeckh: v. ὥστε b.)
   1 just as introducing similes ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς (Boeckh: ὥστε codd.) (O. 10.86) ὥτε φοινικανθέμου ἦρος ἀκμᾷ (Bergk: ὥστε unus cod. om. rell.) (P. 4.64) ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον (ὥστε v.l.) (P. 10.54) ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς (ᾧτ, ὥτ codd.: ὧτ Tricl.: ]ωσταπο[ Π.) (N. 6.28) ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω (Schr.: ὧτε codd.) (N. 7.62) ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν (Boeckh: ὡσείτε codd.: ὥστε Tricl.) (N. 7.71) ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμέ- νεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (ὥσθ, ὧθ codd.) (N. 7.93) ἐναργέα τ' ἔμ ὥτε μάντιν οὐ λανθάνει (van Groningen: νεμέω, νέμεα, τεμεῷ τε codd. Dion. Hal.) fr. 75. 13. νῦν δ' αὖ μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (ἅτε, ὧτε codd.) (I. 4.18)