δημοῦχος

From LSJ
Revision as of 19:50, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές → wisdom lies in clarity, not in obscurity | wisdom is shown in clarity, not in obscurity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοῦχος Medium diacritics: δημοῦχος Low diacritics: δημούχος Capitals: ΔΗΜΟΥΧΟΣ
Transliteration A: dēmoûchos Transliteration B: dēmouchos Transliteration C: dimoychos Beta Code: dhmou=xos

English (LSJ)

Dor. δᾱμ-, ον, (ἔχω) A protectors or possessors of the land, epithet of guardian deities, S.OC458; δαμοῦχοι γᾶς ib.1087(lyr.); ἄνδρες δ. χθονός ib.1348; title of the Heraclidae at Thespiae, D.S. 4.29.

German (Pape)

[Seite 565] das Volk lenkend; χθονός, Theseus, Soph. O. C. 13501 – sonst θεαί, die in Athen einheimischen u. dort vorzüglich verehrten Eumeniden, 459; vgl. D. Sic. 4, 29; – übh. = Einwohner, γᾶς 1089.

Greek (Liddell-Scott)

δημοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ προστατεύων τὸν λαόν· ὡς ἐπίθ. τῶν προστατευουσῶν θεοτήτων, Σοφ. Ο. Κ. 458· δημοῦχοι γᾶς, χθονός, οἱ κυβερνῶντες τὸν λαὸν τῆς χώρας, αὐτόθι 1086, 1348. Ἐν Θεσπιαῖς οἱ ἄρχοντες τῆς πόλεως ἐλέγοντο δημοῦχοι, Διόδ. Σ. 4. 29.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 protecteur du pays ou du peuple;
2 qui gouverne le pays ou le peuple.
Étymologie: δῆμος, ἔχω.

Greek Monolingual

δημοῦχος, -ον (Α)
1. (για θεότητες) αυτός ή αυτή που προστατεύει τον λαό
2. ο ιδιοκτήτης γης ή ο προστάτης της.

Greek Monotonic

δημοῦχος: -ον (ἔχω), αυτός που προστατεύει το λαό, λέγεται για τις θεότητες που φρουρούν την πόλη, σε Σοφ.· δημοῦχοι γῆς, αυτοί που κυβερνούν το λαό της χώρας, άρχοντες, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

δημοῦχος:
1) оберегающий страну (θεαί Soph.);
2) управляющий страной (ἄνδρες τῆσδε δημοῦχοι χθονός Soph.).
II ὁ правитель, владетель (γᾶς τᾶσδε Soph.; ἑπτὰ ἐν Θεσπιαῖς δημοῦχοι Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοῦχος -ον [δῆμος, ἔχω] beschermer van een land.

Middle Liddell

[ἔχω]
protecting the people, of guardian deities, Soph.; δημοῦχοι γᾶς ruling the people of the land, Soph.

English (Woodhouse)

tutelary, protecting a country, protecting the land, tutelary guardian

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)