ἱκετήσιος

From LSJ
Revision as of 16:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκετήσιος Medium diacritics: ἱκετήσιος Low diacritics: ικετήσιος Capitals: ΙΚΕΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: hiketḗsios Transliteration B: hiketēsios Transliteration C: iketisios Beta Code: i(keth/sios

English (LSJ)

α, ον, epithet of Zeus,= ἱκέσιος, 13.213. II suppliant, Nonn. D.36.379.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκετήσιος: ῐ, α, ον, ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς θεοῦ προστάτου τῶν ἱκετῶν, Ὀδ. Ν. 213. ΙΙ. ὡς τὸ ἱκέσιος, Νόνν. Δ. 36. 379.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
protecteur des suppliants.
Étymologie: ἱκέτης.

English (Autenrieth)

of suppliants, protector of suppliants, epithet of Zeus, Od. 13.213†.

Greek Monolingual

ἱκετήσιος, -ία, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Διός) Ἱκετήσιος
ο προστάτης τών ικετών
2. το αρσ. ως ουσ.ἱκετήσιος
ο ικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -ησιος (πρβλ. βιοτ-ήσιος, φιλοτ-ήσιος)].

Greek Monotonic

ἱκετήσιος: [ῐ], -α, -ον, επίθ. του Δία, προστάτης θεός των ικετών, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἱκετήσιος: (ῐκ) охраняющий ищущих защиты, заступник просящих убежища (Ζεύς Hom.).

Middle Liddell

ἱ˘κετήσιος, η, ον
epithet of Zeus, as tutelary god of suppliants, Od.