στερεότης
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
English (LSJ)
ητος, ἡ, hardness, firmness, solidity, Pl.Ti.74e, Arist. PA664b2; of atoms, Epicur.Ep.1p.8U.: metaph. of persons, στερεότης καὶ καρτερία Cat.Cod.Astr.5(3).84.
German (Pape)
[Seite 937] ητος, ἡ, Starrheit, Härte; Plat. Tim. 74 e; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στερεότης: -ητος, ἡ, δυσκαμψία, σκληρότης, σταθερότης, Πλάτ. Τίμ. 74Ε, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 5.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
solidité, fermeté.
Étymologie: στερεός.
Russian (Dvoretsky)
στερεότης: ητος ἡ твердость, жесткость Plat., Arst., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στερεότης -ητος, ἡ [στερεός] hardheid, vastheid, compactheid.