κάκιστος
From LSJ
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
κᾰκίων, A v. κακός. κακίω, v. κηκίω.
German (Pape)
[Seite 1298] superl. zu κακός, wie
French (Bailly abrégé)
Sp. de κακός.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κάκιστος, -η, -ον)
(υπερθ. του κακός) πάρα πολύ κακός.
επίρρ...
κακίστως (Μ)
πολύ κακά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. υπερθ. -ιστος (πρβλ. βέλτιστος, κράτιστος)].
Russian (Dvoretsky)
κάκιστος: superl. к κακος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάκιστος superl., zie κακός.