καλόκαρδος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ καλόκαρδος)
1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, χαρούμενος, εύθυμος, πρόσχαρος
2. αυτός που έχει καλή καρδιά, καλή ψυχή, πονετικός, ευσπλαγχνικός.
επίρρ...
καλόκαρδα
1. με καλή καρδιά, εύθυμα
2. με καλοσύνη και προσήνεια, με συμπάθεια, με αγαθότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -καρδος (< καρδία), πρβλ. ανοιχτόκαρδος, σκληρόκαρδος].