καλοεργός

From LSJ
Revision as of 18:13, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοεργός Medium diacritics: καλοεργός Low diacritics: καλοεργός Capitals: ΚΑΛΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: kaloergós Transliteration B: kaloergos Transliteration C: kaloergos Beta Code: kaloergo/s

English (LSJ)

όν, A well-doing, good, Man.1.256.

German (Pape)

[Seite 1312] schön, gut handelnd, Man. 1, 256. 354.

Greek (Liddell-Scott)

καλοεργός: -όν, ὁ τὸ καλῶν ποιῶν, ἀγαθοεργός, Μανέθων 1. 256.

Greek Monolingual

ο (Μ καλοεργός)
νεοελλ.
το φόβητρο τών πουλιών που βάζουν στους αγρούς, σκιάχτρο
μσν.
αυτός που κάνει το καλό, αγαθοεργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθοεργός, κακοεργός].