κηφήνας

From LSJ
Revision as of 20:00, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286

Greek Monolingual

ο (Α κηφήν, -ῆνος)
1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.)
2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο
νεοελλ.
ζωολ. μέλος μιας κάστας κοινωνικών εντόμων, η μόνη λειτουργία του οποίου στην αποικία είναι να ζευγαρώνει με τη βασίλισσα
αρχ.
1. αυτός που κλέβει ξένες ιδέες συγγραφέων («πανηγυρικά κηφήνων βοτάνην σοφιστιώντων ήγούμενον ἐᾱν», Πλούτ.)
2. μτφ. γερασμένος και εξασθενημένος άνθρωπος («ποῦ γαίας δουλεύσω γραῡς, ὡς κηφήν;», Ευρ.)
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Κηφῆνες
ονομασία τών Περσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προέρχεται μάλλον από ένα αμάρτυρο επίθ. κηφός ή κᾱφός, το οποίο συνδέεται πιθ. με το κωφός. Στην περίπτωση αυτή έχουμε τη σπάνια μετάπτωση ᾱ / ω (πρβλ. ἄγ-ω / ἀγ-ωγ-ή). Συνδέεται ίσως και με τη γλώσσα του Ησυχίου κέκηφε
τέθνηκε, καθώς και με τα κύρια ονόματα Κηφ-εύς, Κήφ-ις, Κάφ-ων, Καφ-ώ.
ΠΑΡ. κηφήνιον
αρχ.
κηφηνώδης
νεοελλ.
κηφηναρειό.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. κηφηνόμυια, κηφηνοπαγίδα].