κρισσός

From LSJ
Revision as of 06:52, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρισσός Medium diacritics: κρισσός Low diacritics: κρισσός Capitals: ΚΡΙΣΣΟΣ
Transliteration A: krissós Transliteration B: krissos Transliteration C: krissos Beta Code: krisso/s

English (LSJ)

ὁ, A = κιρσός, Andreas ap.Dsc.4.118, Hippiatr.77, Hsch. II knot in oaks from which mistletoe springs, Id.

German (Pape)

[Seite 1511] att. = κιρσός; dah. κρισσοκάβωνες ἵπποι, οἳ κατὰ τῶν διδύμων κρισσοὺς ἔχουσιν, ἄθετοι πρὸς ὀχείαν, Hippiatr.

Greek (Liddell-Scott)

κρισσός: ὁ, τύπος ἰσοδύναμος τῷ κιρσός, Ἱππιατρ. 54, 5· «ἡ ἐν ταῖς δρυσὶ γινομένη διάφυσις, ὅθεν ῥέει ὁ ἰξός. ἢ ἡ ἐν τοῖς ἄρθροις διάφυσις σκληρὰ καὶ ὀζώδης» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κρισσός, ὁ (AM)
ο κιρσός
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) ο ρόζος της βαλανιδιάς από τον οποίο ρέει ιξός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κιρσός, που εμφανίζει επίθημα -σσός (πρβλ. κολοσσός) και μετάθεση του -ρ-].