λασιόπους

From LSJ
Revision as of 09:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λασιόπους Medium diacritics: λασιόπους Low diacritics: λασιόπους Capitals: ΛΑΣΙΟΠΟΥΣ
Transliteration A: lasiópous Transliteration B: lasiopous Transliteration C: lasiopous Beta Code: lasio/pous

English (LSJ)

πουν, gen. ποδος,
A shaggy-footed, Aesop.238.

German (Pape)

[Seite 17] -ποδος, rauchfüßig, conj. für δασύπους, Babr. 69, 1.

Greek Monolingual

λασιόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια («θάμνου λαγωὸν λασιόπουν ἀναστήσας», Αισώπ. Μύθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + -πους (< πούς), πρβλ. γυμνό-πους, καλλί-πους].