λινόκοκκος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Greek Monolingual
λινόκοκκος, ὁ (Μ)
λινόσπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κόκκος (πρβλ. καλλίκοκκος)].