μήχι

From LSJ
Revision as of 16:31, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήχι Medium diacritics: μήχι Low diacritics: μήχι Capitals: ΜΗΧΙ
Transliteration A: mḗchi Transliteration B: mēchi Transliteration C: michi Beta Code: mh/xi

English (LSJ)

related to μή as οὐχί to οὐ, ναίχι to ναί, Eub.23.

Greek Monolingual

μήχι (Α)
μόριο το οποίο έχει σχέση με το μόριο μη, όπως και το ουχί έχει σχέση με το μόριο ου και το ναιχί με το μόριο ναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μή-χι (πρβλ. οὐχί)].

German (Pape)

nach οὐχί gebildet, Eubul. B.A. 108.14.