μεγαλοδύναμος

From LSJ
Revision as of 04:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοδύνᾰμος Medium diacritics: μεγαλοδύναμος Low diacritics: μεγαλοδύναμος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΔΥΝΑΜΟΣ
Transliteration A: megalodýnamos Transliteration B: megalodynamos Transliteration C: megalodynamos Beta Code: megalodu/namos

English (LSJ)

[ῠ], ον<, very powerful, Herm. in Phdr.p.176 A., PMag.Lond.121.881, PMag.Leid.V.11.24.

German (Pape)

[Seite 106] viel vermögend, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 605; – μεγαλοδυνάμενος ist f. L, dafür Schol. Aesch. Pers. 641.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοδύνᾰμος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων μεγάλην δύναμιν, Ἑρμίας εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 176. κτλ. - Ἐπίρρ. μεγαλοδυνάμως, μετὰ μεγάλης δυνάμεως, «Cod. gr. Par. 501, fol. 191 r0 et 1197, fol. 173 v0» ἐν Annu etc. IX, σ. 31.

Spanish

que tiene gran fuerza, que tiene gran poder

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεγαλοδύναμος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, παντοδύναμος, πανίσχυρος
νεοελλ.-μσν.
(το αρσ. ως κύριο όν.) ο Μεγαλοδύναμος
ο Θεός.
επίρρ...
μεγαλοδυνάμως (Α)
με μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -δύναμος (< δύναμη), πρβλ. αυτο-δύναμος].