Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
μελανῶπις, -ιδος, ἡ (Α)
ως επίθ. αυτή που έχει μαύρη όψη, που φαίνεται μαύρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -ῶπις (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκώπις].