ψευστήρ
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
ψευστῆρος, ὁ, = ψεύστης (liar, cheat), Man. 4.119.
German (Pape)
[Seite 1396] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Maneth. 4, 119.
Greek (Liddell-Scott)
ψευστήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπόμ., Μανέθων 4. 119.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
ψεύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευσ- του ψεύδομαι (πρβλ. αόρ. ἐψευσάμην) + επίθημα -τήρ].