δάμαρ

From LSJ
Revision as of 19:25, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6a)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάμᾰρ Medium diacritics: δάμαρ Low diacritics: δάμαρ Capitals: ΔΑΜΑΡ
Transliteration A: dámar Transliteration B: damar Transliteration C: damar Beta Code: da/mar

English (LSJ)

[ᾰ], αρτος, ἡ, (

   A δαμάζω 11) wife, spouse, Il.3.122, Pi.N.4.57, A.Pr.834, etc.

German (Pape)

[Seite 521] αρτος, ἡ, die Gattin, Ehefrau; von δαμάω, Gegensatz παρθένος ἀδμής Odyss. 6, 109; Apollon. Lex. Homer. p. 56, 13 δά μ α ρ ἀνδρὸς γυνή, ἀπὸ τοῦ δεδαμάσθαι τῷ ἀνδρί Bei Homer δάμαρ fünfmal, stets mit dem Ehemann im genitiv.: Odyss. 4, 126 τόν οἱ ἔδωκεν Ἀλκάνδρη Πολύβοιο δάμαρ; Iliad 14, 503 οὐδὲ γὰρ ἡ Προμάχοιο δάμαρ Ἀλεγηνορίδαο ἀνδρὶ φίλῳ ἐλθόντι γανύσσεται; Iliad. 3, 122 εἰδομένη γαλόῳ, Ἀντηνορίδαο δάμαρτι; Odyss, 20, 290. 24, 125 Ὀδυσσῆος δὴν οἰχομένοιο δάμαρτα. – Pind. N. 4, 57; oft bei Tragg., z. B. Aesch. Prom. 836; Eur. Hec. 493 u. Sp.