ἰκτερόεις
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
εσσα, εν, = ἰκτερικός, χλόος Nic. Al. 475.
German (Pape)
[Seite 1249] εσσα, εν, dasselbe, Nic. Al. 475.
Greek Monolingual
ἰκτερόεις, -εσσα, -εν (Α)
ικτεριώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος + κατάλ. -(ο)εις, (πρβλ. αλγινόεις, δακρυόεις)].