ἰνδικοπλάστης

From LSJ
Revision as of 07:55, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰνδικοπλάστης Medium diacritics: ἰνδικοπλάστης Low diacritics: ινδικοπλάστης Capitals: ΙΝΔΙΚΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: indikoplástēs Transliteration B: indikoplastēs Transliteration C: indikoplastis Beta Code: i)ndikopla/sths

English (LSJ)

(-πλεύστης cod.), A dyer, Gloss.

Greek Monolingual

ἰνδικοπλάστης, ὁ (Α)
χρωματιστής, βαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰνδικόν, το «χρωστική ουσία» + -πλαστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειοπλάστης, κηροπλάστης.