καπρίσκος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
ὁ, Dim. of κάπρος, Crobyl.7, Diph.Siph. ap. Ath.5.355f.
German (Pape)
[Seite 1324] ὁ (eigtl. dim. von κάπρος), ein Fisch, Alexis bei Ath. III, 107 f, vgl. VIII, 355 f. S. das Folgde.
Greek Monolingual
καπρίσκος, ὁ (Α)
υποκορ. του ψαριού κάπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. λοφίσκος, ναΐσκος)].