κεδροχαρής

From LSJ
Revision as of 01:34, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεδροχᾰρής Medium diacritics: κεδροχαρής Low diacritics: κεδροχαρής Capitals: ΚΕΔΡΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: kedrocharḗs Transliteration B: kedrocharēs Transliteration C: kedrocharis Beta Code: kedroxarh/s

English (LSJ)

ές, (χαίρω) rejoicing in cedar, Man.4.191.

German (Pape)

[Seite 1411] ές, sich über Cedern freuend, Man. 4, 191.

Greek (Liddell-Scott)

κεδροχᾰρής: -ές, (χαίρω) χαίρων ἐπὶ τῇ κέδρῳ, Μανέθ. 4. 191.

Greek Monolingual

κεδροχαρής, -ές (Α)
αυτός που χαίρεται να κατεργάζεται το ξύλο του κέδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + -χαρής (< θ. χαρ-, πρβλ. ε-χάρ-ην, αόρ. του χαίρω), πρβλ. αιμοχαρής, δακρυχαρής].