κενταυροκτόνος
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
ον, Centaur-slaying, Lyc.670.
German (Pape)
[Seite 1417] Kentauren tödtend, Lycophr. 670.
Greek Monolingual
κενταυροκτόνος, -ον (ΑΜ)
αυτός που σκοτώνει τους κενταύρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. αδελφοκτόνος, τυραννοκτόνος.