ἰσχαδοκάρυον

From LSJ
Revision as of 10:54, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχᾰδοκάρῠον Medium diacritics: ἰσχαδοκάρυον Low diacritics: ισχαδοκάρυον Capitals: ΙΣΧΑΔΟΚΑΡΥΟΝ
Transliteration A: ischadokáryon Transliteration B: ischadokaryon Transliteration C: ischadokaryon Beta Code: i)sxadoka/ruon

English (LSJ)

[κᾰ], τό, mixture of figs and almonds, Arr.Epict. 4.7.23: pl., ib.3.9.22,4.7.22.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχᾰδοκάρυον: τό, μῖγμα ξηρῶν σύκων μετὰ καρύων ἢ ἀμυγδάλων, Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 7, 23· ὡσαύτως κατὰ πληθ., αὐτόθι 3. 9, 22., 4, 7, 22.

Greek Monolingual

ἰσχαδοκάρυον, τὸ (Α)
επιδόρπιο από μίγμα ξηρών σύκων με καρύδι ή αμύγδαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς -άδος + -κάρυον < κάρυον «καρύδι»), πρβλ. λεπτοκάρυον, μοσχοκάρυον.