μυλοκόπος
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
ὁ,
A millstone-worker, PTeb.278.12 (i A. D.), Glossaria, prob. in Sammelb.7199.29 (ii A. D.); = ὀνοκόπος, Poll.7.20.
II = μύλλος, Sch.Opp.H.1.130:—also Dim. μυλοκόπιον, τό, ibid.
German (Pape)
[Seite 217] den Mühlstein schärfend, Poll. 7, 20.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλοκόπος: -ον, ὁ, κόπτων, κατεργαζόμενος μυλοπέτρας, Γλωσσ. 2) = ὁ ἰχθὺς μύλλος, Σχόλ. εἰς Ὀπ. Ἁλ. 1, 130.
Greek Monolingual
-ο (Α μυλοκόπος, -ον)
αυτός που κόβει, που κατεργάζεται τους μυλίτες λίθους, τις μυλόπετρες
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ μυλοκόπος
το ψάρι μύλλος, το μυλοκόπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη / μύλος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλοκόπος.