ποταμηπόρος
From LSJ
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
English (LSJ)
ον, crossing rivers, Opp.C.2.178; going to the river, ib.4.84.
German (Pape)
[Seite 688] über den Fluß setzend, Opp. Cyn. 2, 178. 4, 84.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰμηπόρος: -ον, ὁ διαβαίνων ποταμούς, Ὀππ. Κυν. 2. 178., 4 84.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που διαβαίνει ποταμούς
2. αυτός που πηγαίνει στο ποτάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -πόρος (< πόρος), πρβλ. θαλασσοπόρος.