ῥωγή
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
ἡ, in plural ῥωγαί· ῥήξεις, Hsch.
German (Pape)
[Seite 854] ἡ, Riß, Ritze, Spalte, Kluft, Höhle; Opp. Cyn. 4, 391; Nonn. D. 1, 418. Vgl. ῥώξ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ρήγμα, χάσμα γης («ῥωγαί
ῥήξεις», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι. Ο τ. απαντά βασικά στο σύνθ. διαρρωγή.