ἄμυξις

From LSJ
Revision as of 16:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμυξις Medium diacritics: ἄμυξις Low diacritics: άμυξις Capitals: ΑΜΥΞΙΣ
Transliteration A: ámyxis Transliteration B: amyxis Transliteration C: amyksis Beta Code: a)/mucis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀμύσσω) tearing, rending, mangling, Orph.A.24, Ach.Tat.8.4; scarification, Antyll. ap. Orib.7.16.1; irritation, Cass. Pr.62.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1arañazo τῶν ὀφθαλμῶν Ach.Tat.8.4.1.
2 acción de arañarse en señal de duelo Ἡρακλῆος περίφημον ἄ. Orph.A.24.
II medic.
1 escarificación Antyll. en Orib.7.16.1, Gal.8.154.
2 irritación Cass.Pr.62.

German (Pape)

[Seite 132] ἡ, das Zerkratzen, Zerreißen, Orph. Arg. 24. Bei den Aerzten das Schröpfen.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμυξις: -εως, ἡ, (ἀμύσσω) σχίσιμον, «τσουγγράνισμα», σπαραγμός, Ὀρφ. Ἀργ. 24: - ἐγχάραξις, τομὴ δι’ ἐγχαράξεως, σκαριφισμός, Ἄντυλλ. παρ’ Ἰατρ. ἔκδ. Ματθ. σ. 139.

Greek Monolingual

ἄμυξις (-εως), η (Α) ἀμύσσω
1. σχίσιμο, ξέσχισμα
2. χαραγή, γρατσουνιά
3. ερεθισμός
4. φρ. «σικύα ἡ χωρὶς ἀμύξεως», κούφια βεντούζα.