ἀπόκλιμα

From LSJ
Revision as of 14:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόκλῐμα Medium diacritics: ἀπόκλιμα Low diacritics: απόκλιμα Capitals: ΑΠΟΚΛΙΜΑ
Transliteration A: apóklima Transliteration B: apoklima Transliteration C: apoklima Beta Code: a)po/klima

English (LSJ)

ατος, τό, A a slope, EM374.35, Aristeas 59. II Astrol., cadent place, preceding one of the four κέντρα, Cat.Cod.Astr. 1.100; opp. ἐπαναφορά (q.v.), S.E.M.5.14, Paul.Al.P.2, etc.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 inclinación, declive Aristeas 59, EM 374.35G.
2 astrol. punto de declinación de los astros, que precede a uno de los cuatro κέντρα S.E.M.5.14, Ptol.Tetr.4.8.3, Paul.Al.55.7, 57.15, Cat.Cod.Astr.1.100.

German (Pape)

[Seite 307] τό, abschüssige Lage, Abdachung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκλῐμα: τό, κατωφέρεια, κλίσις κατωφερής, Ἐτυμολ. Μ. 374. 35· ἐπὶ ἀστέρων, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἑκάστου τούτων τῶν κέντρων τὸ μὲν προάγον ζῴδιον ἀπόκλιμα καλοῦσι, τὸ δὲ ἐπόμενον ἀναφορὰν Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 14 [ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 418].

Greek Monolingual

ἀπόκλιμα, το (Α) αποκλίνω
1. η κατηφοριά
2. το σημείο που δύουν οι αστερισμοί.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόκλῐμα: ατος τό астр. наклон, склонение (τῶν κέντρων Sext.).