ἐπιμερής
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ές, superpartient, of numbers of the form 1+2/x, 1+3/x, etc., Theo Sm.p.76H., Nicom.Ar.1.17, al.; cf. ἐπιμόριος.
German (Pape)
[Seite 962] ές, das Ganze u. mehrere Theile enthaltend, Nicom. arithm. 1, 20, z. B. 1⅔; λόγος, das Verhältniß 5: 3. Vgl. ἐπιμόριος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμερής: ἐς, «ἐπιμερής· ἀριθμὸς οὕτω λέγεται, ὅταν ὁ μείζων τοῦ ἐλάττονος ὑπερέχῃ μέρει τινὶ» Ἡσύχ., ἴδε ἐπιμόριος.
Greek Monolingual
-ές (Α ἐπιμερής, -ές)
αριθμός που περιέχει ακέραιο και κλάσμα
νεοελλ.
φρ. «επιμερής λόγος» — αρμονικός λόγος συμφωνιών του οποίου ο μείζων όρος περιέχει τον ελάσσονα και μέρη του (5:3, 8:5, 4:3).