ἀδιαίρετος

From LSJ
Revision as of 10:08, 22 December 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιαίρετος Medium diacritics: ἀδιαίρετος Low diacritics: αδιαίρετος Capitals: ΑΔΙΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: adiaíretos Transliteration B: adiairetos Transliteration C: adiairetos Beta Code: a)diai/retos

English (LSJ)

ον,
A undivided, Arist.Pol.1265b4; χώρα SIG141.10 (Corc. Nigr.), cf. BGU1119.9 (i. B.C.), etc.
2 indivisible, like ἀμερής, Arist.Ph.231b3, al.; Comp., less divisible, Metaphysics 1052a21. Adv. ἀδιαιρέτως = undividedly, indivisibly, without diaeresis Phryn.146 (interp.).
II Act., not having divided joint property, ἀδελφοί Sor.2.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιαίρετος: -ον, ὁ μὴ διαιρεθείς, Ἀριστ. Πολ. 2. 3, 6, ἀλλ. 2) ὁ μὴ διαιρετός, ὡς τὸ ἀμερής, ὁ αὐτ. Φυσ. 6. 1, 1. - Μεταφ., 9. 1, καὶ ἀλλ.· συγκρ., ἧττον διαιρετός, ὁ αὐτ. - Ἐπίρρ. -τως, Φρύν. 443, Συλλ. Ἐπιγρ. 8962. ΙΙ. μ. γεν. ἀχώριστος ἀπὸ... Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non divisé;
2 indivisible.
Étymologie: ἀ, διαιρέω.

Spanish (DGE)

-ον
I indivisible por naturaleza:
a) gener. como concepto fil. y cien. τὸ πᾶν διαιρετὸν ἀδιαίρετον todo lo divisible es (en realidad) indivisible Heraclit.B 50, τὸ ὄν Meliss.B 10, ἡ κίνησις Arist.Metaph.1052a21, cf. Ph.231b3, τὸ διῃρημένον κατ' εἶδος ὡς ἀδιαίρετον κατὰ γένος Ptol.Iudic.19.2, τὰ ... ἄτομα ἀδιαίρετά ἐστιν Phlp.Aet.438.9
subst. τὸ ἀ. indivisibilidad τοῦ χρόνου Plot.1.5.7;
b) lit. crist. de la divinidad, Basil.M.31.465C;
c) mat. como característica de la unidad (μονάς) frente al número ὁ γὰρ ἀριθμὸς πᾶς ποσόν τι σημαίνει, καὶ ἡ μονάς, εἰ μὴ μέτρον ὅτι τὸ κατὰ τὸ ποσὸν ἀδιαίρετον pues todo número indica alguna cantidad, y la unidad, si no es mesurable (indica) que es indivisible en cuanto a la cantidad Arist.Metaph.1089b35, φύσει ... ἐστιν ἡ μονᾶς ... ἀδιαίρετος por naturaleza la unidad es indivisible Ascl.in Introd.1.νζ.22, cf. 25;
d) esp. de sonidos de anim. inarticulado τῶν θηρίων εἰσὶν ἀδιαίρετοι φωναί Arist.Po.1456b24.
II que no es dividido por voluntad propia
1 de cosas no dividido
a) jur. indiviso, gener. de tierra, propiedades (τὰς οὐσίας) Arist.Pol.1265b4, γῆ PLips.1.6 (II a.C.), cf. SIG 141.10 (Corcira Negra IV a.C.), POxy.2720.5 (I d.C.), οἰκία POxy.2708.5 (II d.C.), κεινουμένων (sic) ἀδειαιρέτων (sic) ὄντων POxy.2713.13 (III d.C.), τόπων ... κοινῶν καὶ ἀδιαιρέτων PLond.1733.32 (VI d.C.)
en el giro ἐξ ἀδιαιρέτου equiv. al lat. pro indiuiso, en propiedad común, compartida, ISmyrna 897.3 (II/III d.C.);
b) gram. que carece de diéresis o separación, que no aparece en hiato ref. tanto a vocales contractas como a vocales en diptongo «δηριαάσθων»· τὸ δεύτερον ᾱ ἐκτέταται, ὥσπερ ἐπὶ τοῦ ἀδιαιρέτου Sch.Er.Il.21.467, cf. A.D.Pron.81.16, 94.15
subst., ref. a ‘ἡμεῖς, ὑμεῖς, σφεῖς’ frente a las supuestas formas ‘ἡμέες, ὑμέες, σφέες’: τὸ ἀ. τῆς εὐθείας A.D.Pron.93.1
que no debe dividirse, inseparable ‘τίη’ μία λέξις ἀ. Sch.Er.Il.6.55b.
2 de pers., jur. que no han dividido, que no han partido sus propiedades ἀδελφοί Sor.94.7.
III adv. ἀδιαιρέτως
1 gram. sin diéresis, sin hiato Sch.Od.11.185.
2 indivisiblemente ref. a la doble naturaleza de Cristo como Dios y hombre (Χριστός) ἐν δύο φύσεσιν ... ἀδιαιρέτως γνωριζόμενος CChalc.(451) Act.5.34 (p.129.31), cf. Phlp.Aet.570.20.

Greek Monolingual

αδιαίρετος, αδιαίρετη, αδιαίρετο (Α ἀδιαίρετος, -ον)
1. αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν επιδέχεται διαίρεση, ο αμέριστος
2. αυτός που δεν χωρίστηκε ή δεν μπορεί να αποσπαστεί από κάποιον άλλο, ο αχώριστος
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το αδιαίρετο
αδυναμία προς διαίρεση ή μερισμό, αδιαιρετότητα
2. (επιρρ. φρ.) «εξ αδιαιρέτου», λέγεται για να δηλώσει τη συγκυριότητα πολλών δικαιούχων πάνω στο ίδιο αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + διαιρετός < διαιρῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαιρεσία, αδιαιρετότητα].

Russian (Dvoretsky)

ἀδιαίρετος:
1) неразделенный Arst., Diod.;
2) неделимый Arst., Plut.