ἁλίρραντος

From LSJ
Revision as of 17:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίρραντος Medium diacritics: ἁλίρραντος Low diacritics: αλίρραντος Capitals: ΑΛΙΡΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: halírrantos Transliteration B: halirrantos Transliteration C: alirrantos Beta Code: a(li/rrantos

English (LSJ)

ον, (ῥαίνω) A sea-surging, πόντος AP9.333 (Mnas.) (s.v.l.); washed by sea, ἀκταί 14.72.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίρραντος: -ον, (ῥαίνω) ὁ ὑπὸ τῆς ἁλὸς ῥαντιζόμενος, «ἁλιρράντους τε παρ’ ἀκτάς», Ἀνθ Π. XIV, 72

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui baigne de ses flots.
Étymologie: ἅλς¹, ῥαίνω.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 salpicado por el mar, ἀκτή Choeril.21.1, θίς AP 14.72, ἀκτά Lyr.Adesp.477.1.2S., cf. SHell.991.55.
2 que salpica con sus olas πόντος AP 9.333 (Mnasalc.).

Greek Monolingual

ἁλίρραντος, -ον (Α)
αυτός που ραντίζεται, βρέχεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ραντος < ρηματ. επίθ. ῥαντός < ῥαίνω «ραντίζω»].

Greek Monotonic

ἁλίρραντος: -ον (ἅλς, ῥαίνω), αυτός που ραντίζεται από τη θάλασσα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίρραντος:
1) омываемый морскими волнами (ἀκτή Anth.);
2) омывающий своими волнами, плещущийся (πόντος Anth.).

Middle Liddell

[ἅλς, ῥαίνω
sea-surging, Anth.