συναίσθηση
Greek Monolingual
η / συναίσθησις, -ήσεως, ΝΜΑ συναισθάνομαι
η ενσυνείδητη γνώση, το να έχει κανείς επίγνωση της κατάστασής του (α. «δεν έχει συναίσθηση του καθήκοντος» β. «τὴν αὑτοῦ βελτιουμένου συναίσθησιν», Πλούτ.
γ. «συναίσθησις τῆς αὐτοῦ ἀσθενείας», Αρρ.)
μσν.
1. η συμμετοχή στα συναισθήματα κάποιου άλλου, η συμπάθεια
2. συμφωνία, συνεννόηση
αρχ.
1. η από κοινού αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων
2. το αίσθημα που είναι επακόλουθο της αρρώστιας.
Greek Monolingual
η / συναίσθησις, -ήσεως, ΝΜΑ συναισθάνομαι
η ενσυνείδητη γνώση, το να έχει κανείς επίγνωση της κατάστασής του (α. «δεν έχει συναίσθηση του καθήκοντος» β. «τὴν αὑτοῦ βελτιουμένου συναίσθησιν», Πλούτ.
γ. «συναίσθησις τῆς αὐτοῦ ἀσθενείας», Αρρ.)
μσν.
1. η συμμετοχή στα συναισθήματα κάποιου άλλου, η συμπάθεια
2. συμφωνία, συνεννόηση
αρχ.
1. η από κοινού αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων
2. το αίσθημα που είναι επακόλουθο της αρρώστιας.