κούνικλος
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
v. κύνικλος.
German (Pape)
[Seite 1495] ὁ, = κόνικλος; Ath. IX, 400 f aus Pol. 12, 3, 10, wo jetzt κύνικλος steht; vgl. Ael. H. A. 13, 15, v.l. κόνικλος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
lapin, animal.
Étym. lat. cuniculus.
Greek (Liddell-Scott)
κούνικλος: ἴδε ἐν λ. κύνικλος.
Greek Monolingual
κούνικλος και κουνίκουλος, ὁ (Α)
κόνικλος, κύνικλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuniculus
βλ. και λ. κουνέλι].