λεόπαρδος

From LSJ
Revision as of 10:05, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεόπαρδος Medium diacritics: λεόπαρδος Low diacritics: λεόπαρδος Capitals: ΛΕΟΠΑΡΔΟΣ
Transliteration A: leópardos Transliteration B: leopardos Transliteration C: leopardos Beta Code: leo/pardos

English (LSJ)

ὁ, A leopard, Gal.5.134, Edict.Diocl.8.39, Theognost. Can.98.

German (Pape)

[Seite 29] ὁ, der Leopard, auch λεοντόπαρδος genannt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεόπαρδος: ὁ, λεοπάρδαλις, Θεογνώστ. Καν. σ. 98. 12, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ο (AM λεόπαρδος)
η λεοπάρδαλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων + πάρδος
είναι εμφανής η επίδραση του λατ. leopardus (pardus «αρσενικός πάνθηρας»), αφού η συνήθης μορφή με την οποία εμφανίζεται ο τ. λέων ως α' συνθετικό είναι λεοντο- και όχι λεο-, ο δε τ. πάρδος μαρτυρείται στους μτγν. χρόνους (για πρώτη φορά στον Αιλιανό, 2ος-3ος μ.Χ. αιώνας). Στη Νέα Ελληνική έχει επικρατήσει η ονομασία λεοπάρδαλη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: leopard (Gal., Edict. Diocl.),
Other forms: also λεοπάρδαλις (s. Wessely Glotta, 6, 29 f.)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Comp. of λέων and πάρδος (cf. Risch IF 59, 56f., Strömberg Wortstudien 12), the last of which is only known from Ael. NA 1, 31 (v.l. πάρδαλος); instead since Il. πάρδαλις. So prob. from Lat. pardus, leopardus formally influenced; cf. s. πάρδαλις. Incidentally λεο- for λεοντο-, s. Schwyzer 439; see also λεο-δράκων as name of a mythical being (Crete IVa).

Frisk Etymology German

λεόπαρδος: (Gal., Edict. Diocl., Kirchenschriftsteller u. a.),
{leópardos}
Forms: auch λεοπάρδαλις (s. Wessely Glotta, 6, 29 f.)
Grammar: m.
Meaning: Leopard.
Etymology: Mischungskomp. aus λέων und πάρδος (vgl. Risch IF 59, 56f., Strömberg Wortstudien 12), welch letzteres indessen nur Ael. NA 1, 31 (v.l. πάρδαλος) belegt ist; dafür seit Il. πάρδαλις. Somit wohl von lat. pardus, leopardus formal beeinflußt; vgl. s. πάρδαλις. Vereinzelt ist λεο- als Vorderglied für λεοντο-, s. Schwyzer 439; doch auch λεοδράκων Löwenschlange als N. eines mythischen Wesens (Kreta IVa).
Page 2,104