ἀνεπιστρεπτεί
From LSJ
English (LSJ)
Adv., = ἀνεπιστρέπτως, fr. ἀνεπίστρεπτος.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. -τί Ph.1.90
adv. sin volver la cabeza, con desdén φεύγοντες ἀ. καὶ δραπετεύοντες ἐκ φιλοσοφίας Plu.2.46e, de Moisés respecto al faraón ἀ. ἀπεδίδρασκεν Ph.l.c., ἀ. μηδενὶ δοὺς ἀπόκρισιν PMag.7.440.
German (Pape)
[Seite 225] ohne sich umzukehren, φεύγειν, Plut., auch ἀνεπιστρεπτί, de audit. 9.
Greek Monolingual
κ. -τί (Α ἀνεπιστρεπτεί, και -τί)
χωρίς επιστροφή.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπιστρεπτεί: Plut. v.l. = ἀνεπιστρεπτί.