κρυμοχαρής

From LSJ
Revision as of 02:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῡμοχᾰρής Medium diacritics: κρυμοχαρής Low diacritics: κρυμοχαρής Capitals: ΚΡΥΜΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: krymocharḗs Transliteration B: krymocharēs Transliteration C: krymocharis Beta Code: krumoxarh/s

English (LSJ)

ές, delighting in frost, f.l. in Orph.H.51.13 for δρυμο-.

German (Pape)

[Seite 1515] ές, sich der Eiskälte freuend, Hesych., f. l. statt δρυμοχ.

Greek (Liddell-Scott)

κρῡμοχᾰρής: -ές, εὐαρεστούμενος, τερπόμενος εἰς τὸ ψῦχος, ἡμαρτημ. γραφ. ἐν Ὕμν. Ὀρφ. 50. 12, ἀντὶ δρυμο-.

Greek Monolingual

κρυμοχαρής, -ές (Α)
αυτός που ευχαριστιέται όταν έχει κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + -χαρής (< θ. χαρ-, πρβλ. -χάρ-ην, παθ. αόρ. του χαίρω), πρβλ. αιμοχαρής, νυκτιχαρής].