μηλών
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, orchard, f.l. for καμηλών (cj.) in EM130.29, Arc. 13.3.
German (Pape)
[Seite 173] ῶνος, ὁ, Obstgarten, E. M. 130, 29 aus Callim.
Greek (Liddell-Scott)
μηλών: -ῶνος, ὁ, τόπος πεφυτευμένος μὲ μηλέας, ἄλσος μηλεῶν, Λατ. pomentum, Μέγ. Ἐτυμολ. 130. 29, Ἀρκάδ. 13. 3.
Greek Monolingual
μηλών, -ῶνος, ὁ (Α)
τόπος φυτεμένος με μηλιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ών (πρβλ. αμπελ-ών)].